κληρώνω

κληρώνω
(AM κληρώ, -όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος]
1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις τοὺς ἀθλητὰς κληροίη μὴ οἵ ἄν δύνωνται ἀγωνίζεσθαι, ἀλλ' οἵ ἄν λάχωσιν», Αριστ.
δ. «κεκληρῶσθαι μὲν γὰρ αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων», Λουκιαν.)
2. ρίχνω κλήρο, βγάζω κλήρο από την κληρωτίδα («κληροῡσι τὰς φυλὰς κατὰ μίαν», Πολ.)
νεοελλ.
1. (τριτοπρόσ.) κληρώνει και κληρώνεται
(για λαχείο) γίνεται κλήρωση («αύριο κληρώνει»)
παθ. κληρώνομαι
2. καλούμαι στον στρατό για εκπλήρωση τής στρατιωτικής μου θητείας, στρατολογούμαι
μσν.
καρπούμαι, νέμομαι, εκμεταλλεύομαι
αρχ.
1. (για τον κλήρο) πέφτω σε κάποιον, τυχαίνω σε κάποιον («οὕς ἐκλήρωσεν πάλος», Ευρ.)
2. απονέμω, δίνω («ὔμμε δ' ἐκλάρωσε πότμος Ζηνί», Πίνδ.)
3. χρησμοδοτώ με κλήρο («ὅς ὀμφὰν κληροῑς πρὸς χρυσέους θάκους», Ευρ.)
4. κάνω κάποιον κληρικό, χειροτονώ
5. μέσ. κληροῡμαι, -όομαι
α) παίρνω κάτι με κλήρο («κληροῡσθαι ἱερωσύνην», Αισχίν.)
β) μτφ. είμαι κάτοχος ενός πράγματος, έχω, κατέχω κάτι ως κλήρο μου, ως μερίδιό μου, ή απλώς έχω, κατέχω
6. παθ. παρίσταμαι ως υποψήφιος ενός αξιώματος για κλήρωση («ἔλθη κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων καὶ λάχῃ βασιλεύς», Λυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κληρώνω — κληρώνω, κλήρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κληρώνω — κλήρωσα, κληρώθηκα, κληρωμένος 1. εκλέγω με κλήρο, βγάζω κλήρο από την κληρωτίδα. 2. κληρώνομαι: Το λαχείο αύριο κληρώνει. 3. το παθητικό, κληρώνομαι εκλέγομαι με κλήρο: Κληρώθηκαν οι διαιτητές των αυριανών ποδοσφαιρικών αγώνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • εκκυβεύω — (AM ἐκκυβεύω) νεοελλ. βγάζω από την κληρωτίδα τους λαχνούς που κερδίζουν, κληρώνω αρχ. 1. παίζω κύβους 2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω 3. παθ. νικιέμαι στους κύβους …   Dictionary of Greek

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • κλαρώ — κλαρῶ, όω (Α) (δωρ. τ. τού κληρῶ, όω) βλ. κληρώνω …   Dictionary of Greek

  • κληρώ — κληρῶ, όω (AM) βλ. κληρώνω …   Dictionary of Greek

  • μπαλότα — μπαλότα, ἡ (Μ) 1. σφαιρίδιο που χρησιμοποιείται στην ψηφοφορία, κλήρος 2. φρ. «ρίχνω μπαλότα» κληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. balota ή ιταλ. ballotta] …   Dictionary of Greek

  • προκληρώ — όω, Α [κληρῶ] κληρώνω προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • κληρώνομαι — κληρώνομαι, κληρώθηκα, κληρωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: κληρώνομαι : η έννοια διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Το κληρώνομαι σημαίνει κυρίως → εκλέγομαι με κλήρο, ενώ το κληρώνω χρησιμοποιείται κυρίως για την κλήρωση λαχείων κτλ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”